- ποιμνιοβοσκή
- η, Ν1. νομή, βόσκηση ποιμνίων2. τόπος κατάλληλος για τη νομή ποιμνίων3. φρ. «αδίκημα ποιμνιοβοσκής»(νομ.) το αδίκημα τής βλάβης που προκαλείται σε αγροτικό κτήμα από ποίμνιο το οποίο δεν ανήκει στον κάτοχο τού κτήματος αλλά σε άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνιον + βοσκή. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.